- οσχέα
- ὀσχέα, ἡ (Α)βλ. όσχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχη (ΙΙ) + κατάλ. -έα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὄσχεα — ὄσχεον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχέα — ὀρχέα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ ταύρου ὀ(σ)χέα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀσχέα κατ επίδραση τού ὄρχις] … Dictionary of Greek
όρχεα — ὄρχεα, ἡ (Α) το όσχεο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχεα (πληθ. τού ὄσχεον) κατ επίδραση τού ὄρχις] … Dictionary of Greek
ՄՍԱՆ — (ի, աց. մսանունք նանց.) NBH 2 0302 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 12c գ. ՄՍԱՆ կամ ՄՍԱՆՈՒՆՔ. μηρίον, μηρός ile, ilium, ilia ὁσφύς lumbus, coxa ὅσχεος, ὁσχέα, ον scrotum. Ասի եւ ՄԿԱՆ. ըստ որում ʼի յն. մի՛ս է մուկն. եւ պրս. միյան,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)